Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στραμπουλίζω

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

και οτραμπουλώ και στραγγουλίζω Ν
(σχετικά με μέλος του σώματος) προκαλώ ή υφίσταμαι διάστρεμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στραμπουλίζω / στραγγουλίζω, κατά μία άποψη, έχουν προέλθει από συμφυρμό τών ιταλ. strambare και strangolare, ενώ, κατ' άλλους, από συμφυρμό τών ρ. στραβώνω και στραγγουλίζω (Ι) «στραγγαλίζω»].