περίπτυξη
Greek Monolingual
η / περίπτυξις, -ύξεως, ΝΑ περιπτύσσω
περιβολή κάποιου με τους βραχίονες, εναγκαλισμός («κλαυθμοῖς καὶ περιπτύξεσι τοῦ νεκρού», Πλούτ.).
η / περίπτυξις, -ύξεως, ΝΑ περιπτύσσω
περιβολή κάποιου με τους βραχίονες, εναγκαλισμός («κλαυθμοῖς καὶ περιπτύξεσι τοῦ νεκρού», Πλούτ.).