περιπτύσσω
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
A enfold, enshroud, τινὰ τύμβῳ S.Ant.886; πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας E.Hec.735; π. γόνυ, δέμας, clasp, embrace it, Id.IA992, Med.1206 (v.l. χέρας); ὥς σε περιπτύξω Bion 1.44; π. ταῖς χερσί Plb.13.7.8, etc.; ὀλοῇσι π. γενύεσσι, of a dragon, A.R.4.155:—Pass., Aristaenet. 1.1.
2 as military term, outflank, X.An.1.10.9:—Pass., Id.Cyr. 7.1.26.
3 Med., embrace, Jul.Ep.193.
II fold round, π. χέρας fold the Arm. round another, E.Alc.350, Andr.417:—Med. and Pass., fold oneself round, coil round, Pl.Smp. 196a; ἡ γαστὴρ -πτύσσεται τῇ τροφῇ Gal.6.303: c. acc., τήνδε τὴν μερίδα τῆς βασιλείας δύο… ἔθνη περιπτύσσεται Lib.Or.59.89.
2 apply, τι τόπῳ Philum.Ven.7.6.
German (Pape)
[Seite 589] umfalten, umhüllen, rings umschließen u. bedecken; κατηρεφεῖ τύμβῳ περιπτύξαντες, Soph. Ant. 877; χέρας, Eur. Alc. 351; auch πέπλοι δέμας περιπτύσσοντες, Hec. 735; u. τί τινι, Pors. Eur. Med. 1203; περιπτύξαντες ἀμφοτέρωθεν, umzingeln, Xen. An. 2, 10, 9; im med., Plat. Conv. 196 a, wie Xen. Cyr. 7, 1, 26; umarmen, περιπτύξασα ἠσπάσατο αὐτούς, Pol. 10, 4, 6, wie περιέπτυξε ταῖς χερσί, 13, 7, 8; Luc. D. D. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
plier autour : χέρας τινί EUR propr. plier ses bras autour de qqn, serrer qqn dans ses bras ; τινα EUR, τινα ταῖς χερσί PLUT entourer qqn de ses bras, embrasser qqn ; envelopper de ses plis en parl. d'un vêtement, acc. ; enfermer dans un tombeau, acc. ; t. milit. cerner;
Moy. περιπτύσσομαι investir.
Étymologie: περί, πτύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πτύσσω omhullen:; τύμβῳ περιπτύξαντες haar opsluiten in een graf Soph. Ant. 886; πέπλοι δέμας περιπτύσσοντες gewaden die zijn lichaam bedekken Eur. Hec. 735; rondom vouwen; περιπτύσσων χέρας de armen er omheen vouwend Eur. Alc. 350; omarmen;; Plut. CMi 28.3; milit. omsingelen.
Russian (Dvoretsky)
περιπτύσσω:
1 обертывать, покрывать (πέπλοι δέμας περιπτύσσοντες Eur.): τύμβῳ περιπτύξαντες Soph. опустив в могилу;
2 обвивать, обнимать (γόνυ Eur.; τινὰ ταῖς χερσί Polyb.): π. χέρας τινί Eur. обвивать руками кого-л.;
3 тж. med., воен. обходить во фланг: π. ἀμφοτέρωθέν τινα Xen. охватить кого-л. с обоих флангов.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι
περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα
β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω», Βίων)
αρχ.
1. καλύπτω κάτι ολόγυρα, το καλύπτω εντελώς («κατηρεφεῖ τύμβῳ περιπτύξαντες», Σοφ.)
2. περιτυλίσσω
3. στρ. περικυκλώνω
4. βάζω κάτι γύρω από κάτι άλλο
5. (με ειδική σημ.) ράβω πάνω σε παρυφή ενδύματος χρυσή ταινία
5. (μέσ. και παθ.) μτφ. α) περιποιούμαι, καλοπιάνω
β) (για τον Έρωτα) μαζεύομαι ώστε να χωρώ παντού («πρὸς τούτοις ὑγρὸς τὸ εἶδος [ὁ Ἔρως] οὐ γὰρ ἂν οἷός τ' ἦν πάντη περιπτύσσεσθαι», Πλούτ.)
6. φρ. «περιπτύσσω χέρας» — σταυρώνω τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πτύσσω «αναδιπλώνω, μαζεύω»].
Greek Monotonic
περιπτύσσω: μέλ. -ξω,
1. περιτυλίγω, συσκευάζω σε κάτι, τινὰ τινι, σε Σοφ.· πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας, σε Ευρ.· περιπτύσσω γόνυ, δέμας, κρατώ σφιχτά, αγκαλιάζω, στον ίδ.
2. ως στρατιωτικός όρος, περικυκλώνω, σε Ξεν.
II. περιβάλλω με τα χέρια, περιπτύσσω χέρας, βάζω τα χέρια μου γύρω από τον άλλο, αγκαλιάζω, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπτύσσω: μέλλ. -ξω, περιτυλίσσω, περικαλύπτω, τινὰ τύμβῳ Σοφ. Ἀντ. 886· πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας Εὐρ. Ἑκ. 735· περιπτύσσω γόνυ δέμας, ἐναγκαλίζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 992, Μήδ. 1206· ὥς σε περιπτύξω Βίων 1. 44· π. ταῖς χερσὶ Πολύβ. 13. 7, 8, κτλ.· π. ὀλοῇσι γενύεσαι, ἐπὶ δράκοντος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 155· ― ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, περικυκλῶ, κυκλώνω, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 10, 9, πρβλ. Κύρ. 7. 1, 26. ΙΙ. περιπτύσσων χέρας, περιβάλλων διὰ τῶν χειρῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 350, Ἀνδρ. 417· ― περιμαζεύομαι οὕτως ὥστε νὰ χωρῶ πανταχοῦ, ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, πρὸς τούτοις ὑγρὸς τὸ εἶδος οὐ γὰρ ἂν οἷός τ’ ἦν πάντῃ περιπτύσσεσθαι οὐδὲ διὰ πάσης ψυχῆς καὶ εἰσιὼν τὸ πρῶτον λανθάνειν καὶ ἐξιὼν Πλάτ. Συμπ. 196Α.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to enfold, enwrap in a thing, τινά τινι Soph.; πέπλοι περιπτύσσοντες δέμας Eur.; π. γόνυ, δέμας to clasp, embrace it, Eur.
2. as military term, to outflank, Xen.
II. to fold round, π. χέρας to fold the arms round another, Eur.
Léxico de magia
envolver, plegar alrededor ἡ δὲ αὐτὴ οἰκονομία γράφεται ἐπὶ μολυβοῦ πετάλου καὶ ἐνθεὶς τὸν κρίκον περιπτύξας γύψισον la misma operación se graba en una lámina de plomo, poniendo encima el anillo, pliégala alrededor y cúbrela con yeso P V 360