ἀρκεύθινος
English (LSJ)
η, ον, A of juniper, οἶνος Dsc.5.36. II In LXX, of oleaster, 3 Ki.6.31; of fir, 2 Ch.2.8.
German (Pape)
[Seite 353] von Wachholder gemacht, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκεύθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀρκεύθου, Ἑβδ. (Β΄. Παραλ. β΄, 8).
Spanish (DGE)
-η, -ον
de enebro οἶνος Dsc.5.36, ἔλαιον Gal.11.520, ξύλα LXX 3Re.6.31, 2Pa.2.7, Hymn.Mag.19b.10 ἀνθρακιαί Aq.Ps.119.4, φυτόν Pall.V.Chrys.18p.117, μονόξυλον PMag.4.2386.
Greek Monolingual
ἀρκεύθινος, -η, -ον (Α) άρκευθος
καμωμένος από τον καρπό ή από κλαδί της αρκεύθου.