ἀρρενοκοίτης
English (LSJ)
ου, ὁ, sodomite, homosexual, AP9.686; (ἀρσενοκοίτης) 1 Ep.Cor.6.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 686, Εὐσ.· ὡσαύτως ἀρσενοκοίτης Διογ. Λ. 6. 65 (ἔνθα ἴδε Μενάγ.), Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. Ϛ΄, 9: - Τὸ ῥῆμα ἀρρενοκοιτέω ἐν Χρησμ. Σιβυλλ.· οὐσιαστ. ἀρρενοκοιτία, ἡ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀρρενοκοίτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενοκοίτης: и NT ἀρσενοκοίτης 2 masculorum concubitor Anth.