κατυβρίζω

Revision as of 11:04, 30 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. for καθυβρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατυβρίζω: κατύπερθε, κατυπέρτερος, κατυπνόω, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

Greek Monolingual

κατυβρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.

Greek Monotonic

κατυβρίζω: κατ-ύπερθε, κατ-υπέρτερος, κατ-υπνόω, Ιων. αντί καθ-.

Russian (Dvoretsky)

κατυβρίζω: ион. = καθυβρίζω.