ευτραπεζεύομαι
Greek Monolingual
εὐτραπεζεύομαι (Μ) ευτράπεζος
1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά
2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά.
εὐτραπεζεύομαι (Μ) ευτράπεζος
1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά
2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά.