εὐτραπεζεύομαι

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

εὐτραπεζεύομαι (Μ) ευτράπεζος
1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά
2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά.

German (Pape)

einen guten Tisch führen, Eust.