εὐτραπεζεύομαι
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
εὐτραπεζεύομαι (Μ) ευτράπεζος
1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά
2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά.