ἀμνησίκακος

Revision as of 16:19, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, forgiving, Nic.Dam.p.110D. Adv. ἀμνησικάκως = without rancor, without rancour D.S.31.8.

German (Pape)

[Seite 126] des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig, Clem. Al.; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνησίκακος: -ον, ὁ μὴ μνησίκακος, ὁ μὴ φυλάττων πάθος ἐκδικήσεως, συγχωρητικός, Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que olvida las ofensas, que perdona ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς ἀλλήλους 1Ep.Clem.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.Strom.7.14.84, cf. Herm.Mand.8.10
subst. τὸ ἀ. la capacidad de perdonar Ph.2.75, Clem.Al.Paed.1.5.14.
2 adv. ἀμνησικάκως = perdonando, habiendo perdonado D.S.31.8, 1Ep.Clem.62.2, Clem.Al.Strom.4.22.137.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)
αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μνησίκακος.
ΠΑΡ. ἀμνησικακία
αρχ.
ἀμνησικακῶ].