ἄκρυπτος

Revision as of 16:55, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

ον, A unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.

German (Pape)

[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non caché.
Étymologie: , κρυπτός.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.

Greek Monotonic

ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκρυπτος: нескрытый, нескрываемый: τί δέ με δεῖ καλύπτει ἄκρυπτα; Eur. к чему мне скрывать то, что не может быть сокрыто?

Middle Liddell

κρύπτω
unhidden, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκρυπτος -ον [ἀ-, κρύπτω niet verborgen, onbedekt.