πολύκενος

Revision as of 13:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A containing much void, porous, Arist.Pr.940a4; τόπος Epicur.Ep.2p.37U.; φύσεις Id.Nat.2.9, cf. Dsc.5.108, Plu.2.721c, Gal.9.181.

German (Pape)

[Seite 664] mit vielen leeren Stellen, Zwischenräumen, Plut. Symp. 8, 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκενος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κενά, χάσματα, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 89, Πλούτ. 2. 721C.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά κενά
2. πορώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κενός (πρβλ. ημί-κενος)].

Russian (Dvoretsky)

πολύκενος:
1) имеющий пустоты (ἀήρ Arst.);
2) пористый (ὁ σίδηρος Plut.).