πορώδης

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ πόρος
1. ο γεμάτος πόρους (α. «λίθος πορώδης
β. «δέρμα πορώδες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πορώδες
το να είναι κάτι πορώδες, η ιδιότητα του πορώδους
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. α) (εδαφολ.) η αναλογία του όγκου τών διακένων του εδάφους τα οποία δεν καταλαμβάνονται από στερεά στοιχεία προς τον συνολικό όγκο του εδάφους
β) χημ. η παρουσία απειράριθμων μικροσκοπικών οπών, πόρων, στη δομή ορισμένων στερεών σωμάτων οι διαστάσεις τών οποίων είναι μεν μεγάλες σε σχέση με τις διαστάσεις τών ατόμων τους αλλά εξαιρετικά μικρές σε σύγκριση με τις συνήθεις μακροσκοπικές διαστάσεις, πόρων οι οποίοι επιτρέπουν τη διέλευση αερίων και υγρών
2. φρ. «πορώδες πετρώματος»
(πετρογρ.) η αναλογία τών διακένων που δεν καταλαμβάνονται από ορυκτό υλικό σε ένα πέτρωμα.