ἀρχέτῠπον: τό, αρχέτυπο, πρότυπο, υπόδειγμα, σε Ανθ.· σύμβολο της σφραγίδας, σε Λουκ.
ἀρχέτῠπον: τό1) архетип, прообраз Diod., Plut.;2) образец Luc.
an archetype, pattern, model, Anth.: the figure on a seal, Luc.