δύσγνωστος
English (LSJ)
ον, A hard to understand, Pl.Alc.2.147c. 2 hard to recognize, τισί Plb.3.78.4: Sup., Aen. Tact. 25.2.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu erkennen, Plat. Alc. II, 147 c; Pol. 3, 78, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δύσγνωστος: -ον, δυσνόητος, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de entender o comprender δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.Fr.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.Alc.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.Rh.1435a38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.in de An.462.20
•c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio SHell.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes Io.2.28.174.
2 difícil de reconocer o distinguir c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.AI 1.130, de cosas valiosas, Phld.Mus.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a δύσκριτος Sch.A.Pr.458D.
II adv. -ως de forma difícil de reconocer Nil.M.79.409D.
Greek Monolingual
δύσγνωστος, -ον (Α)
1. δυσνόητος
2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται.
Russian (Dvoretsky)
δύσγνωστος:
1) трудный для понимания, плохо понятный Plat., Arst.;
2) с трудом узнаваемый (καὶ τοῖς ἐν συνηθείᾳ γεγονόσιν Polyb.).