λογάριον

Revision as of 16:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

τό, Dim. of λόγος, Ar.Fr.810 (pl.); λ. δύστηνα wretched A petty speeches, D.19.255; τὰ ἐκ στοᾶς λ. Theognet.1.2; λογάρια δειπνεῖν dine off mere words, Ath.6.270d. II account, PTeb.20.8 (ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

λογάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 640· λογάρια δύστηνα μελετήσας καὶ φωνασκήσας, ἀθλίους καὶ εὐτελεῖς λόγους μελετήσας καὶ φ., Δημ. 421. 20· τῶν... ἐκ τῆς ποικίλης στοᾶς λογαρίων ἀναπεπλησμένος νοσεῖς Θεόγνητ. ἐν «Φάσματι» 1. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit mot, courte sentence.
Étymologie: λόγος.

Greek Monotonic

λογάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λόγος, λογάριον δύστηνα, άθλια και ευτελή λόγια, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

λογάριον: τό
1) словечко, изреченьице Plut.;
2) маленькая речь Dem.

Middle Liddell

λογά¯ριον, ου, τό, [Dim. of λόγος
λ. δύστηνα wretched petty speeches, Dem.