ἐκτυφλόω

Revision as of 17:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A make quite blind, τινά Batr.238, Hdt.4.2,9.93, X.Eq. 10.2, Ar.Pl.301, etc.; ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή Antiph.195.4: abs., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.569.2:—Pass., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (expl. by σβεσθέντες in Sch.) A.Ch.536: metaph., Philostr. VA4.36; of buds destroyed by hail, Id.Her.2.11.

German (Pape)

[Seite 784] ganz blind machen, blenden; Her. 9, 93; Ar. Plut. 309; Xen. Equ. 10, 2; λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ Aesch. Ch. 529.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτυφλόω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἡρόδ. 4. 2. 9, 93, Ξεν., κλ.· ἐκτυφλοῦν τιν’ ἀστραπὴ (ἐνν. εἰμι) Ἀντιφ. «Προγόνοις» 1· ἀπολ., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 2: - Παθ., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ σβεσθέντες ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ) Αἰσχύλ. Χο. 536.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aveugler complètement;
2 obscurcir, éteindre.
Étymologie: ἐκ, τυφλόω.

Spanish (DGE)

1 cegar, privar de la vista τὸν Εὐήνιον Hdt.9.93, cf. 4.2, (τὸν Κύκλωπα) Ar.Pl.301, cf. Luc.DMar.2.1, αὑτόν de Edipo, Ar.Ra.1195, ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή (soy) un relámpago para cegar a cualquiera Antiph.193.4, cf. Men.Sam.500, (αὐτόν) ἐξετύφλου παρὰ μικρόν Batr.238, τὸν ἐμποδίζοντα Arr.Epict.1.27.12, cf. AP 11.112 (Lucill.), τοὺς ἵππους X.Eq.10.2, τὸν λέοντα Aesop.279.1, abs. κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.581.2, en v. pas. ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Demad.15, Posidon.252, cf. Philostr.VA 4.36
fig. apagar en v. pas. ἐκτυφλωθέντες σκότῳ λαμπτῆρες A.Ch.536
tb. fig. cegar, deslumbrar, ofuscar τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς βλεπόντων LXX Ex.23.8, cf. De.16.19.
2 agr. cegar las yemas del sarmiento de la vid, e.e., destruir, eliminar yemas de la vid χρὴ ... τοὺς μὲν πρὸς τῷ στελέχει βʹ (ὀφθαλμούς) ἐκτυφλοῦν Gp.5.22.1, en v. pas. (αἱ ἄμπελοι) ὑφ' ὧν (χαλαζῶν) ἐκτυφλοῦνται Philostr.Her.22.20.

Greek Monotonic

ἐκτυφλόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτυφλόω:
1) лишать зрения, ослеплять (τινα Batr., Arph., Xen.; ὁ ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Plut.);
2) затемнять, помрачать (ἐκτυφλωθέντες σκότω λαμπτῆρες Aesch.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to make quite blind, Hdt., Xen., etc.