καταμελετάω

Revision as of 19:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A train fully, exercise, τινα Pl.Phlb.55e:—Pass., ib. 57a; τὴν ἀνδρείαν ἐν τοῖς φόβοις δεῖ -μελετᾶσθαι Id.Lg.649c. 2 study carefully, for the purpose of composing, τὸν ἔπαινον περί τινος Id.Clit.410b; ῥητορικήν Phld.Rh.1.236S.; λόγον Them.Or.26.312b.

German (Pape)

[Seite 1363] üben; τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσθαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.

Greek (Liddell-Scott)

καταμελετάω: ἐντελῶς ἐξασκῶ, γυμνάζω, τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ τινὶ καὶ τριβῇ Πλάτ. Φίληβ. 55 Ε, πρβλ. 57 Α· τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν ἀφοβίαν δεῖ καταμελετᾶσθαι Νόμ. 649C. 2) σπουδάζω ἐπιμελῶς ὅπως συγγράψω τι, τὸν ἔπαινον περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 410Β.

Russian (Dvoretsky)

καταμελετάω:
1) тщательно упражнять (τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ Plat.); воспитывать, развивать (τὴν ἀνδρείαν Plat.);
2) тщательно разрабатывать, сочинять (τὸν ἔπαινον περί τινος Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μελετάω goed oefenen:. τὰς αἰσθήσεις καταμελετᾶν ἐμπειρίᾳ onze zintuigen oefenen door ervaring Plat. Phlb. 55e; τὴν... ἀνδρείαν... ἐν τοῖς φόβοις δεῖ καταμελετᾶσθαι dapperheid moet men trainen in benarde situaties Plat. Lg. 649c.