Λητογενής
English (LSJ)
Dor. Λᾱτ-, ές, A born of Leto, epithet of Apollo and Artemis, E.Ion465 (lyr.), AP9.525.12:—fem. Λᾱτογένεια, A.Th.148 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Λητογενής: Δωρ. Λᾱτ-, ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς Λητοῦς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐρ. Ἴων 465, Ἀνθ. Π. 9. 525· ἀνώμαλ. θηλ. Λατογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 148.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, -ές, θηλ. και Λατογένεια (Α)
(ως επίθ. του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λητώ + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, μονο-γενής].
Greek Monotonic
Λητογενής: Δωρ. Λᾱτογενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ, επίθ. του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ευρ.· ανώμ. θηλ., Λᾶτογένεια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Λητογενής: дор. Λᾱτογενής, οῦς ὁ Летоген, «Рожденный богиней Лето», т. е. Аполлон Eur., Anth.
Middle Liddell
Λητο-γενής, δοριξ Λᾱτο-γενής, ές γίγνομαι
born of Leto, epithet of Apollo and Artemis, Eur.: pecul. fem. Λατογένεια, Aesch.