Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Full diacritics: Λᾱτογενής | Medium diacritics: Λατογενής | Low diacritics: Λατογενής | Capitals: ΛΑΤΟΓΕΝΗΣ |
Transliteration A: Latogenḗs | Transliteration B: Latogenēs | Transliteration C: Latogenis | Beta Code: *latogenh/s |
Λατογενές, Dor. for Λητογενής.
dor. c. Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. ἀντὶ Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. αντί Λητογενής.
Λᾱτο-γενής, ές [doric for Λητογενής.]