Κραυγασίδης

Revision as of 09:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")

Greek (Liddell-Scott)

Κραυγασίδης: -ου, ὁ, ὡς εἰ πατρωνυμικὸν τοῦ κραύγασος, «φωνακλᾶς», ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομυομαχ. 246.

Greek Monotonic

Κραυγᾰσίδης: -ου, ὁ (κραυγάζω), ως πατρωνυμ., ο γιος του Κραυγάσου, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

Κραυγᾰσίδης: ου (ῐ) ὁ Кравгасид, «Крикунович» (имя мыши) Batr.

Middle Liddell

Κραυγᾰσίδης, ου, κραυγάζω
as a Patronym. son of a croaker, Batr.