ἀνθοφυής

Revision as of 10:53, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ές, A parti-coloured, πτέρυξ, of a parrot, AP9.562 (Crin.). II producing flowers, βῶλος IG12(9).954.13 (Chalcis).

German (Pape)

[Seite 233] ές, von Blumennatur, bunt, πτέρυξ, des Papagei, Crinag. 27 (IX, 562).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοφυής: -ές, ποικιλόχρους, ὁ ἔχων ἀνθηρὸν χρῶμα, περὶ τῶν πτερύγων ψιττακοῦ, ἤλυθεν ἐς δρυμοὺς ἀνθοφυεῖ πτέρυγι Ἀνθ. Π. 9. 562. ΙΙ. ὁ παράγων ἄνθη, Ἐπιγάμμ. Ἑλλ. 103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la nature des fleurs, càd aux couleurs brillantes.
Étymologie: ἄνθος, φύω.

Spanish (DGE)

-ές
1 polícromo πτέρυξ de un loro AP 9.562 (Crin.).
2 que produce flores βῶλος IG 12(9).954.13 (Cálcide).

Greek Monolingual

ἀνθοφυής, -ές)
αυτός που παράγει άνθη
αρχ.
ποικιλόχρωμος.

Greek Monotonic

ἀνθοφυής: -ές (φυή), ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοφυής: подобный цветам, яркий, пестрый (ψιττακοῦ πτέρυξ Anth.).

Middle Liddell

[φυή]
party-coloured, Anth.