εὐηθίζομαι

Revision as of 11:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

Med., A to act like an εὐήθης, play the fool, πρὸς ἀλλήλους Pl.R.336c; to be merry, jest, Philostr.VA8.7.

German (Pape)

[Seite 1066] gutmüthig, einfältig sein u. sprechen; τί εὐηθίζεσθε πρὸς ἀλλήλους Plat. Rep. I, 336 e; Sp. – Suid. auch act. εὐηθίζω, μωραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐηθίζομαι: φέρομαι ὡς εὐήθης, κάμνω τὸν εὐήθη, πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 336C· εἶμαι εὔθυμος, ἀστεΐζομαι, Φιλόστρ. 343.

French (Bailly abrégé)

être simple, sot.
Étymologie: εὐήθης.

Greek Monolingual

εὐηθίζομαι (Α) ευήθης
1. φέρομαι ως ευήθης, «κάνω τον χαζό»
2. λέω ή κάνω αστεία, αστεΐζομαι.

Greek Monotonic

εὐηθίζομαι: Παθ. (εὐήθης), κάνω τον ανόητο, μιλώ απλοϊκά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐηθίζομαι: быть простодушным, говорить наивные вещи (πρὸς ἀλλήλους Plat.).

Middle Liddell

εὐηθίζομαι, εὐήθης
Pass. to play the fool, Plat.