εὐένδοτος
English (LSJ)
ον, A easily yielding, γῆ Str.16.1.9; βύρσα Hippiatr. 8. 2 morally weak, Ph.2.269, al.; τὸ εὐ. Id.1.153.
German (Pape)
[Seite 1064] leicht nachgebend, γῆ, καὶ μαλακή, Strab. XVI, 1 p. 740; ἤθη πρὸς ἔρωτας S. Emp. adv. mus. 48.
Greek (Liddell-Scott)
εὐένδοτος: -ον, εὐκόλως ἐνδίδων, γῆ μαλακή καὶ εὐένδοτος Στράβων 740.
Greek Monolingual
εὐένδοτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενδίδει εύκολα («ἡ γῆ καὶ μαλακὴ καὶ εὐένδοτος», Στράβ.)
αρχ.
ο αδύνατος ηθικά, ο μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εν-δοτος (< εν-δίδωμι), πρβλ. αν-ένδοτος].
Russian (Dvoretsky)
εὐένδοτος: податливый, склонный (πρός τι Sext.).