δεισιδαιμόνως

Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un sentiment religieux.
Étymologie: δεισιδαίμων.

Greek Monolingual

δεισιδαιμόνως επίρρ. (Α) δεισιδαίμων
με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο.

Russian (Dvoretsky)

δεισῐδαιμόνως: богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.).