νεόδρομος

Revision as of 11:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A just having run, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, i.e. νεοθήρευτον λαβών, Babr.106.15.

German (Pape)

[Seite 241] θήρη, Bahr. 106, 15, jüngst gelaufen.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδρομος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ δραμών, νεοδρόμῳ λαβὼν θήρῃ, ὅ ἐστι νεοθήρευτον λαβών, Βαβρ. 106. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on a couru récemment : νεόδρομος θήρη BABR chasse récemment courue, toute récente.
Étymologie: νέος, δραμεῖν.

Greek Monolingual

νεόδρομος, -ον (Α)
αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + δρόμος (πρβλ. ιππό-δρομος)].

Greek Monotonic

νεόδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που μόλις έφυγε, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόδρομος: только что проделанный, недавний (θήρη Babr.).

Middle Liddell

νεό-δρομος, ον δραμεῖν
just having run, Babr.