τρεχάτος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που τρέχει, δρομαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -άτος (πρβλ. φευγάτος)].