πολύλλιθος

Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A very stony, AP6.3 (Dionys.).

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).

Greek (Liddell-Scott)

πολύλλιθος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς λίθους, Ἀνθ. Π. 6. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses pierres.
Étymologie: πολύς, λίθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος].

Greek Monotonic

πολύλλῐθος: -ον, εξαιρετικά πετρώδης, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

πολύλλῐθος: изобилующий камнями, каменистый (Τρηχίς Anth.).

Middle Liddell

πολύλ-λῐθος, ον,
very stony, Anth.