каменистый
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
Russian > Greek
καταστύφελος, πολύλλιθος, λίθαξ, λιθώδης, παιπαλόεις, κλωμακόεις, κραταίλεως, πετρώδης, κραναήπεδος, πετραῖος, πετρήεις, πετράεις, κραναός, τραχύς, τρηχύς