προσυποβάλλω

Revision as of 11:44, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A place under, submit besides, Plu.2.814f:—Pass., Gal.18(2).454.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu unterwerfen, τράχηλον, Plut. reip. ger. praec. 19.

Greek (Liddell-Scott)

προσυποβάλλω: ὑποβάλλω προσέτι, Πλούτ. 2. 814F, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

placer en outre dessous.
Étymologie: πρός, ὑποβάλλω.

Greek Monolingual

Α ὑποβάλλω
τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῦ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

προσυποβάλλω: сверх того подкладывать, еще подставлять (τὸν τράχηλον Plut.).