προσυποβάλλω
English (LSJ)
A place under, submit besides, Plu.2.814f:—Pass., Gal.18(2).454.
German (Pape)
[Seite 785] noch dazu unterwerfen, τράχηλον, Plut. reip. ger. praec. 19.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Α ὑποβάλλω
τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῦ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
προσυποβάλλω: сверх того подкладывать, еще подставлять (τὸν τράχηλον Plut.).