προκέλευθος

Revision as of 11:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn.D.11.419.

German (Pape)

[Seite 730] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.

Greek (Liddell-Scott)

προκέλευθος: -ον, προηγούμενος, πρόδρομος, προάγγελος, τινος Μόσχ. 2. 147· χρεμέτισμα γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. ἡμέρα Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui précède, précurseur.
Étymologie: πρό, κέλευθος.

Greek Monotonic

προκέλευθος: -ον, πρόδρομος, τινος, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

προκέλευθος: идущий впереди, предводительствующий (τινος Anth.).

Middle Liddell

προ-κέλευθος, ον,
conducting, τινος Mosch.