συμμαχικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
en allié.
Étymologie: συμμαχικός.
Russian (Dvoretsky)
συμμᾰχικῶς: как союзники, как подобает союзникам (περί τινος βουλεύεσθαι Isocr.).
adv.
en allié.
Étymologie: συμμαχικός.
συμμᾰχικῶς: как союзники, как подобает союзникам (περί τινος βουλεύεσθαι Isocr.).