προϋφαρπάζω

Revision as of 11:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A snatch beforehand, Sch. Ar.Pax289, Sch.S.Aj.1; τὴν σημασίαν EM401.2.

German (Pape)

[Seite 795] (s. ἁρπάζω), vorher heimlich wegraffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προϋφαρπάζω: ὑφαρπάζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ Εἰρ. 288, κτλ.

Greek Monolingual

Α ὑφαρπάζω
υφαρπάζω, αρπάζω κρυφά ή δόλια προηγουμένως.

Russian (Dvoretsky)

προϋφαρπάζω: раньше похищать, тайком утаскивать Sext.