ἀπανθρακόω

Revision as of 12:09, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A burn to a cinder, ἀπηνθράκωσεν Luc.DMort.20.4:—Pass., Id.DMar.11.1, Peregr.1.

German (Pape)

[Seite 278] ganz zu Kohlen verbrennen, Luc. Peregr. 1 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθρακόω: καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς ἄνθρακα, ἀπηνθράκωσεν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4: - Παθ,. ὁ αὐτ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 1 Περεγρ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
réduire en charbon.
Étymologie: ἀπό, ἀνθρακόω.

Spanish (DGE)

1 abrasar, reducir a pavesas σε Luc.DMort.20.4.
2 en v. med. abrasarse Luc.DMar.11.1, Fug.2, Peregr.1.

Greek Monotonic

ἀπανθρακόω: μέλ. -ώσω, κατακαίω κάτι ώσπου να μεταβληθεί σε κάρβουνο, απανθρακώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπανθρᾰκόω: превращать в уголь, обугливать (τινα Luc.).

Middle Liddell

to burn to a cinder, Luc.