ἀπερίοπτος

Revision as of 12:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv.-τως Poll.3.117.

German (Pape)

[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄, 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: , περιόψομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.

Greek Monolingual

ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.

Greek Monotonic

ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).

Middle Liddell

[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.