ἀπερίοπτος
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ἀπερίοπτον, unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv. ἀπεριόπτως Poll.3.117.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
•c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.
German (Pape)
[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: ἀ, περιόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄, 117.
Greek Monolingual
ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.
Greek Monotonic
ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.
Middle Liddell
[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.