ἀπατιμάζω

Revision as of 12:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

= ἀπατιμάω (dishonour greatly, dishonor greatly), ἀπητιμασμένη A. Eu. 95.

German (Pape)

[Seite 282] = folgd., ἀπητιμασμένη Aesch. Eum. 95.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτῑμάζω: τῷ ἑπομ., ἀπητιμασμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 95.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ἀπητιμασμένος;
déshonorer, outrager.
Étymologie: ἀπό, ἀτιμάζω.

Spanish (DGE)

(ἀπᾰτῑμάζω) deshonrar totalmente ὑφ' ὑμῶν ... ἀπητιμασμένη A.Eu.95.

Greek Monolingual

ἀπατιμάζω κ. ἀπατιμῶ (-άω) (Α)
εξευτελίζω, ατιμάζω.

Greek Monotonic

ἀπᾰτῑμάζω: = το επόμ.· μτχ. Παθ. παρακ. ἀπητιμασμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπατῑμάζω: бесчестить, позорить (ὑπό τινος ἀπητιμασμένος Aesch.).

Middle Liddell

= ἀπατιμάω