ἀτιμάζω
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
A fut. ἀτιμάσω A.Eu.917 (lyr.), Pl.R. 465a, etc.: aor. ἠτίμασα S.OC49, Pl.Euthd.292e, etc.: pf. ἠτίμακα And.4.31, Pl.Plt. 266d:—Pass., pf. ἠτίμασμαι E.Med. 20, Pl.Smp. 219d, Ephor.Fr. 3.21B.: aor. ἠτιμάσθην Pi.Fr.123.5, Pl.Lg.931b: fut. ἀτιμασθήσομαι A.Ag.1068, S.OT1081: (ἄτιμος):—hold in no honour, esteem lightly, c. acc., once in Il.9.450 ἀτιμάζεσκε δ' ἄκοιτιν; freq. in Od., τούσδε γ' ἀτιμάζει κατὰ δῆμον 6.283; οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν 21.332, cf. 427; ἀ. τοκῆας Thgn.821: freq. in Trag., A.Th.1023, Eu.712, 917, al.; μή μ' ἀτιμάσας γένῃ Phryn. Trag.20 (= Id.Com.80), cf. D. 40.26, etc.; ἀ. καὶ κολάζειν, opp. ἐπαινεῖν καὶ τιμᾶν, X.Cyr.1.6.20; τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀ. Pl.Phd. 107b, al.; bring dishonour upon, τὴν πόλιν And.4.31: c. acc. cogn., ἔπη ἃ ἀτιμάζεις πόλιν the words thou speakest in dishonour of the city, S.OT340:—Pass., suffer dishonour, suffer insult, etc., πρός τινος Pi.Fr.123.5, Hdt.1.61; τινί S.Aj.1342; οὐκ ἀτιμασθήσομαι Id.OT1081, cf. D.21.74; τῷ γεγενημένῳ put to shame by... Lys.2.27: c. neut. pl., ἀνάξι' ἠτιμασμένη E.IA943.
2 c. gen. rei, treat as unworthy of, μηδ' ἀτιμάσῃς λόγου (sc. ἐμέ) A.Pr. 783; μή μ' ἀτιμάσῃς ὧν σε προστρέπω φράσαι, = τούτων ἅ σε πρ. φρ., S.OC49, cf. Ant.22.
3 c. inf., ὦ θάνατε Παιάν, μή μ' ἀτιμάσῃς μολεῖν do not deem me unworthy of thy visit, A.Fr.255.1; μήτοι μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν σὺν σοί deem me not unworthy to die, S.Ant. 544; but also οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν will not disdain to... E. HF608, cf. Pl.La.182c.
II in legal sense, disfranchise, ὑπὸ τῆς πόλεως ἠτιμασμένος Ephor. l.c.; at Rome, of the Censors, punish with ignominia, D.C.38.13.
Spanish (DGE)
(ἀτῑμάζω)
• Prosodia: [-μᾰ-]
• Morfología: [impf. iter. ἀτιμάζεσκε Il.9.450; aor. ind. ἠτίμασεν Il.1.11, subj. ἀτιμάσῃς S.OC 49, part. ἀτιμάσσαντι Call.Dian.261]
A tr. en v. act.
I c. ac. de pers. y personif.
1 menospreciar, despreciar
a) en el matrimonio y el amor desdeñar (παλλακίδα) τὴν αὐτὸς φιλέεσκε, ἀτιμάζεσκε δ' ἄκοιτιν Il.9.450, ὡς ἐμὲ χωλὸν ἐόντα ... Ἀφροδίτη αἰὲν ἀτιμάζει Od.8.309, cf. h.Ap.312, E.Med.33, 1354, Pl.R.549d, Poll.1.217, Ach.Tat.5.26.8, Hld.1.19.7
•en v. pas. c. πρός y gen. πρὸς δ' Ἀφροδίτας ἀτιμασθείς Pi.Fr.123.6, cf. Hdt.1.61, Μήδεια ... ἠτιμασμένη E.Med.20, cf. X.Ages.5.5, Ach.Tat.2.13.2, Iambl.Fr.35;
b) de pers. de casa real o clase aristocrática o su familia y propiedades no honrar como se debe, no respetar, ofender ἄκοιτιν ἀνδρὸς ἀριστῆος Od.24.459, ἄλοχον καὶ υἱόν (tb. de Ulises) Od.14.164, cf. 18.144, οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν ἀνδρὸς ἀριστῆος Od.21.332, ἦ μιν ἀτιμάζουσιν ἀν' Ἑλλάδα τε Φθίην τε a Laertes Od.11.496, al dueño de la casa Od.16.317, 19.498, al huésped Od.20.167, E.Alc.567, Αἴανθ' S.Ai.98
•en v. pas. οὐκ ἂν ἐνδίκως γ' ἀτιμάζοιτό σοι no sería justo que fuera menospreciado por ti S.Ai.1342, cf. A.A.1068, ἀτιμασθείς de Ciro privado de los honores que le correspondían X.An.1.1.4, de Aquiles, Arist.Rh.1401b18, cf. Pol.1306b31, 1302b11, EE 1232b13, D.21.74, 22.62, anón. hist. en Schubart Gr.Lit.Pap.31.8;
c) dentro de las leyes de hospitalidad y protección al débil menospreciar, despreciar a pobres, mendigos, esclavos Od.14.506, 23.116, μηδέ μου κάρα τὸ δυσπρόσοπτον εἰσορῶν ἀτιμάσῃς S.OC 286, τὸν πένητα Pl.R.551a, cf. 364a, LXX Pr.14.2, Eu.Marc.12.5, Ep.Iac.2.6, a los ancianos τίς σ' ἀτιμάζει, γέρον; E.Ba.1320, cf. HF 556, Alc.658;
d) entre los miembros de la familia τοκῆας Thgn.821, E.Hipp.1040, LXX De.27.16, παῖδα A.Supp.171, σ' ἀτιμάζει πατήρ S.Ant.577, cf. El.1427, E.Hipp.1192, Heracl.227, τέκνα γνήσια A.R.1.809, D.40.26, μητρυιήν Nonn.D.30.200;
e) a los dioses y a lo que está en la esfera religiosa θεούς A.Th.1018, E.Fr.176, τὰ τῶν θεῶν S.Ant.77, cf. E.Hipp.886, Supp.230, 302, Ar.Nu.1121, τὸ θεῖον Gorg.B 11a.17, τὸν θεόν Ep.Rom.2.23, βωμόν Call.Dian.261, ὅρους IG 12(9).1179.17 (Calcis II d.C.), cf. Nonn.D.14.320, en v. pas., X.Mem.2.1.31
•λιτάς A.Supp.378, ὅρκους E.Hipp.611, a los muertos, E.Fr.176.4, en v. pas. τύμβος ἠτιμασμένος E.El.323;
f) a la tierra, la ciudad y sus leyes menospreciar, faltar al respeto, ofender χθόνα A.Supp.912, πόλιν A.Eu.917, And.4.31, cf. A.Eu.712, E.Fr.347.4
•c. dos ac. ἔπη ... ἃ νῦν σὺ τήνδ' ἀτιμάζεις πόλιν palabras ... con las que ofendes a esta ciudad S.OT 340, en v. pas. νόμος ἀτιμασθείς IGLS 1.118 (Nemrud Dagh I a.C.);
g) a partir de época heleníst., gener. ofender, insultar με PYale Meinecke 46.2.14 (III a.C.), Phld.Vit.p.26, 27, Eu.Io.8.49, ἐκεῖνον Eu.Marc.12.4, Eu.Luc.20.11;
h) en un sent. moral deshonrar, degradar τὸ σῶμα Pl.Phd.65d, τὴν ζωὴν αὐτοῦ LXX Si.10.29, cf. Ez.36.5, en v. pas. ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν Ep.Rom.1.24.
2 por parte de la ciudad considerar indigno, condenar a la ignominia, incluso privar de derechos civiles τὸν μὴ τυχόντα γνώμης Th.3.42, cf. 6.38, en v. pas. ὑπὸ τῆς πόλε[ως] ἠτιμασμένον Ephor.191.Fr.3, ἀτιμαζόμενος ἐκ τοῦ ἄστεος Arist.Po.1448a38
•en Roma, D.C.38.13.2.
3 c. ac. y un segundo régimen frec. en litotes: considerar indigno, no desdeñar c. ac. y gen. μή μ' ἀτιμάσῃς ... ὧν σε προστρέπω φράσαι no me consideres indigno de lo que pretendo decir, e.d. dígnate oír S.OC 49, τάφου ... τὸν δ' ἀτιμάσας ἔχει al otro (a Polinices) le niega las honras fúnebres S.Ant.22
•sólo c. gen. μηδ' ἀτιμάσῃς λόγου dígnate escuchar(me), A.Pr.783
•c. dos ac. μήτοι ... μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν no me consideres indigna de morir S.Ant.542, cf. OC 1409, 1273
•c. ac. e inf. μή μ' ἀτιμάσῃς μολεῖν no me tengas en tan poco como para no venir A.Fr.255, οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν πρῶτα τοὺς κατὰ στέγας no desdeñaré dirigirme primero a los dioses domésticos E.HF 608, cf. Pl.Euth.292e, La.182b, ἔλαφον μὲν θηρᾶσαι ... ἀτιμάζουσι Ael.NA 8.1, cf. 8.4.
II c. ac. de palabras y abstr. despreciar, desestimar, considerar sin valor αἱμύλας δὲ μηχανάς A.Pr.207, τὴν τῶν ἄλλων ἄνοιαν Isoc.15.72, τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν Pl.Phd.107b, παλαιόν τινα τῶν ἀρχαιῶν μύθων Pl.Lg.865d, cf. R.496b
•en v. pas. ὑπὸ τῶν πολλῶν ἀτιμαζόμενα Pl.R.528c.
B intr., gener. en v. med.-pas.
I de pers. sufrir el deshonor, sentirse deshonrado, avergonzarse ἐγὼ δ' ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τύχης νέμων ... οὐκ ἀτιμασθήσομαι yo, considerándome hijo de la Fortuna, no me avergonzaré S.OT 1081, νοσῶν τε καὶ πρὸς ἠτιμασμένος de Edipo, E.Ph.877, ἀτιμαζόμενος δὲ τῷ γεγενημένῳ considerándose deshonrado con lo ocurrido (Jerjes tras la derrota de Maratón), Lys.2.27, θαυμαστὰ δ' ὡς ἀνάξια ἠτιμασμένη sufriendo cosas extraordinarias como indignas E.IA 943, ἠτιμάσθη ἡ κυρία ἐναντίον αὐτῆς su señora perdió consideración a sus ojos LXX Ge.16.4.
II de abstr. devaluarse, desprestigiarse, reducir a nada τὴν ἐπωνυμίαν τὴν νῦν ἀτιμαζομέναν la ahora desprestigiada denominación (de ‘sofista’), Isoc.15.235, ἀτιμασθήσεται ἡ δόξα Μωαβ LXX Is.16.14
•tb. en v. act. carecer de valor ἀ. τιμήν rebajar el precio, BGU 1024.7.28 (IV/V d.C.) en BL 1.89.
German (Pape)
[Seite 386] nicht in Ehren halten, verächtlich behandeln, Il. 9, 450, u. öfter in Od.; Pind. frg. 88 ἀτιμασθεὶς προς Ἀφροδίτας; Her. 1, 61; oft bei Tragg.; τινά τινος, einer Sache für unwert halten, Soph. Ant. 22 (ein doppelter acc. scheinbar O. R. 341 ἔπη κλύων, ἃ νῦν συ τήνδ' ἀτιμάζεις πόλιν); c. inf., μή μ' ἀτιμάσῃς φράσαι, halte mich nicht für unwürdig, es mir zu sagen, Soph. O. C. 49; vgl. Eur. Herc. fur. 609; Soph. Ant. 540 μήτοι μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν σὺν σοί, halte mich nicht für unwürdig, mit dir zu sterben. Auch Plat., ἠτίμακα Polit. 266 d; ἀτιμαζόμενοι ζῶσιν Xen. Mem. 4, 2. 29; c. inf., Plat. Lach. 182 c μὴ ἀτιμάσωμεν εἰπεῖν. – Bei Xen. Cyr. 1, 6, 20 = ἀτιμόω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀτιμάσω, ao. ἠτίμασα, pf. ἠτίμακα;
Pass. f. ἀτιμασθήσομαι, ao. ἠτιμάσθην, pf. ἠτίμασμαι;
I. 1 déshonorer, acc.;
2 frapper d'une peine infamante;
II. mépriser, traiter avec dédain, acc. ; avec double acc. ἔπη ἃ ἀτιμάζεις πόλιν SOPH les paroles méprisantes que tu prononces sur la cité;
III. juger indigne : τινά τινος qqn de qch ; μή μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν σύν σοι SOPH ne me juge pas indigne de mourir avec toi.
Étymologie: ἄτιμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῑμάζω:
1 не уважать, не почитать, пренебрегать, презирать (τινά Hom., Aesch., Plut. и τι Plat., Plut.): ἔπη ἃ σὺ τὴνδ᾽ ἀτιμάζεις πόλιν Soph. твоя презрительная речь об этом городе;
2 покрывать позором, унижать (τινά и τι Hom.; αἱ ἠτιμασμέναι σπεῖραι Plut.);
3 подвергать позорному наказанию, шельмовать (ἀ. τε καὶ κολάζειν Xen.);
4 считать недостойным (τινά τινος Aesch., Soph.): οὐκ ἀτιμάσω (sc. με) θεοὺς προσειπεῖν Eur. я позволю себе обратиться к богам.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμάζω: μέλλ. -άσω καὶ ἀόρ. ἠτίμασα, Τραγ., Πλάτ., κτλ.: πρκμ. ἠτίμακα Πλάτ. Πολιτικ. 266D: - Παθ., πρκμ. ἠτίμασμαι, Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἠτιμάσθην Πινδ. Ἀποσπ. 100, Πλάτ.: μέλλ. ἀτιμασθήσομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, Σοφ. Ο. Τ. 1081. (ἄτιμος). Δὲν τιμῶ, δὲν ἔχω ἐν τιμῇ, καταφρονῶ, δεικνύω καταφρόνησιν, μετ’ αἰτ., ὁ Ὅμ. ἅπαξ ἐν Ἰλ. (Ι. 450, ἀτιμάζεσκε δ’ ἄκοιτιν), συχνάκις ἐν Ὀδ., τούσδε γ’ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον Ζ. 283· οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν Φ. 332, πρβλ. 427· οὕτω, ἀτ. τοκῆας Θέογν. 821· συχνάκις ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 1018, Εὐμ. 712, 917, κ. ἀλλ.· μή μ’ ἀτιμάσας γένῃ Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10· συχνὸν ὡσαύτως παρὰ Πλάτ., τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀτ. Φαίδων 107A, κ. ἀλλ.: - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σοφ. Αἴ. 1342: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἔπη… ἃ νῦν σὺ τήνδ’ ἀτιμάζεις πόλιν; δι’ ὧν νῦν σὺ ἀτιμάζεις ταύτην τὴν πόλιν; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 340: - Παθ., ὑποφέρω ἀτιμίαν, ὄνειδος, προσβολήν, ἀτιμάζομαι, πρός τινος Πινδ. Ἀποσπ. 89. 7, Ἡρόδ. 1. 61· οὐκ ἀτιμασθήσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1081· μετ’ οὐδ. πληθ., ἀνάξι’ ἠτιμασμένη Εὐρ. Ι. Α. 943, πρβλ. Δημ. 538. 24. 2) μετὰ γεν. πράγμ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἀνάξιόν τινος, μή μ’ ἀτιμάσῃς λόγου Αἰσχὐλ. Πρ. 783· μή μ’ ἀτιμάσῃς... ὧν σε προστρέπω φράσαι = τούτων ἅ σε πρ. φρ., Σοφ. Ο. Κ. 49, πρβλ. Ἀντ. 22 3) μετ’ ἀπαρεμ., ὦ θάνατε παιάν, μή μ’ ἀτιμάσῃς μολεῖν, μή με θεωρήσῃς ἀνάξιον τῆς ἐπισκέψεώς σου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244: πληρέστερον, μήτοι, κασιγνήτη, μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ’ ἁγνίσαι, μή, ἀδελφή μου, μή με θεωρήσῃς ἀναξίαν νὰ συναποθάνω μετὰ σοῦ καὶ τὸν ἀποθανόντα νὰ ἁγνίσω, Σοφ. Ἀντ. 544· ἀλλ’ ὡσαύτως, οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν, οὐκ ἀτιμάσω θεούς, ὥστε μὴ προσειπεῖν αὐτούς, δὲν θὰ ὀλιγωρήσω νὰ προσενέγκω αὐτοῖς τὰς πρεπούσας τιμάς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 608, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 182C. ΙΙ. = ἀτιμόω, ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20, πρβλ. Θουκ. 3. 42, ἔνθα ἀπὸ τῆς μιᾶς σημασίας γίνεται μετάπτωσις εἰς τὴν ἄλλην, Δίων Κ. 38. 13. - Πρὸ πάντων παρὰ ποιηταῖς· πρβλ. ἀτιμάω, -όω.
English (Slater)
ᾰτῑμάζω hold in no honour, despise πρὸς δ' Ἀφροδίτας ἀτιμασθεὶς ἑλικογλεφάρου sc. he who does not love Theoxenos fr. 123. 6.
English (Strong)
from ἄτιμος; to render infamous, i.e. (by implication) contemn or maltreat: despise, dishonour, suffer shame, entreat shamefully.
English (Thayer)
1st aorist ἠτίμασα; (passive, present ἀτιμάζομαι); 1st aorist infinitive ἀτιμασθῆναι; (from ἄτιμος; hence) "to make ἄτιμος, to dishonor, insult, treat with contumely," whether in word, in deed, or in thought: (T Tr marginal reading WH (cf. ἀτιμάω and ἀτιμόω)); Winer's Grammar, § 40,5, 2; Buttmann, 202 (175)). Passive: Winer's Grammar, 326 (305f); (and § 39,3 N. 3). (In Greek writings from Homer down; the Sept..)
Greek Monolingual
(AM ἀτιμάζω) άτιμος
1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα
2. κατηγορώ, βρίζω
νεοελλ.
1. βιάζω ή εκπαρθενεύω
2. βλαστημώ, καταριέμαι
αρχ.
1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον
2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι
3. αφαιρώ από κάποιον τα πολιτικά του δικαιώματα.
Greek Monotonic
ἀτῑμάζω: μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ἠτίμασα, παρακ. ἠτίμακα — Παθ. παρακ. ἠτίμασμαι, αόρ. αʹ ἠτιμάσθην, μέλ. ἀτιμασθήσομαι (ἄτιμος)·
I. 1. δεν έχω σε τιμή, υπολήπτομαι λίγο, διαφθείρω, ταπεινώνω, με αιτ., σε Όμηρ., Αττ.· παρομοίως στην Μέσ., σε Σοφ.· με σύστ. αντ., ἔπη ἀτιμάζεις πόλιν, τα λόγια σου είναι ατίμωση για την πόλη, στον ίδ. — Παθ., υποφέρω ατίμωση, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με γεν. πράγμ., ἀτιμάζω λόγου, μεταχειρίζομαι κάτι ως ανάξιο λόγου, σε Αισχύλ.· ἀτιμάζω ὧν = ἀτιμάζω τούτων ἅ, σε Σοφ.· επίσης, μή μ' ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν σὺν σοί, μη με θεωρήσεις ανάξια να πεθάνω μαζί σου, στον ίδ.· οὐκ ἀτιμάσω προσεπεῖν, δεν θα περιφρονήσω να..., σε Ευρ.
II. = ἀτιμόω, με νομική σημασία, αποστερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἄτιμος
I. to hold in no honour, to esteem lightly, dishonour, slight, c. acc., Hom., Attic: so in Mid., Soph.:—c. acc. cogn., ἔπη ἀτιμάζεις πόλιν thou speakest words in dishonour of the city, Soph.:—Pass. to suffer dishonour, Hdt., Attic
2. c. gen. rei, ἀτ. λόγου to treat as unworthy of speech, Aesch.; ἀτ. ὧν = ἀτ. τούτων ἅ, Soph.:—also, μή μ' ἀτιμάσηις τὸ μὴ οὐ θανεῖν deem me not unworthy to die, Aesch.; οὐκ ἀτιμάσω προσειπεῖν will not disdain to . ., Eur.
II. = ἀτιμόω in legal sense, to deprive of civil rights, Xen.
Chinese
原文音譯:¢tim£zw 阿-提馬索
詞類次數:動詞(6)
原文字根:不-價值
字義溯源:用不正當的手法,玷辱,淩辱,羞辱,輕慢,受辱;源自(ἄτιμος)=未受重視的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(τιμή)=價值,珍貴)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款,償還)。如果是對人,這字就譯為:玷辱;對僕人,就譯為:凌辱;對神,便譯為:輕慢
出現次數:總共(6);路(1);約(1);徒(1);羅(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 羞辱(1) 雅2:6;
2) 你⋯玷辱(1) 羅2:23;
3) 玷辱(1) 羅1:24;
4) 受辱(1) 徒5:41;
5) 輕慢(1) 約8:49;
6) 凌辱(1) 路20:11
Lexicon Thucydideum
ab honoribus excludere, to exclude from offices, 6.38.5,
parvi ducere, to hold of little account, 3.42.5.