ἐπιδιαμένω
English (LSJ)
A remain after, D.L.Prooem.11, Dsc.1.12, Artem.1.45; continue to exist, Diog.Oen.36.
German (Pape)
Greek Monolingual
ἐπιδιαμένω (Α)
διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαμένω: оставаться, сохраняться (ἡ ψυχὴ καὶ ἐπιδιαμένει καὶ μετεμβαίνει Diog. L.).