δοριπτοίητος

Revision as of 12:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).

Greek (Liddell-Scott)

δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé d’un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.

Spanish (DGE)

-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).

Greek Monolingual

δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.

Greek Monotonic

δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).

Middle Liddell

δορι-πτοίητος, ον adj πτοιέω
scattered by the spear, Anth.