παρακαλπάζω
English (LSJ)
A run beside a trotting horse, π. καὶ καταψήσας Plu. Alex.6.
German (Pape)
[Seite 481] nebenhertraben, τινά, Plut. Alex. 6.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαλπάζω: τρέχω πεζὸς πλησίον καλπάζοντος ἵππου κρατῶν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ χαλινοῦ, παρακαλπάσας (τῷ ἵππῳ) καὶ καταψήσας Πλουτ. Ἀλέξ. 6, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 283. 10.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ΜΑ
τρέχω πεζός δίπλα σε άλογο που καλπάζει κρατώντας το από τον χαλινό («μικρὰ δὲ οὕτω παρακαλπάσας καὶ καταψήσας», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
παρακαλπάζω: бежать рядом (с лошадью) рысью Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καλπάζω rennen naast.