πρωτόμαχος
English (LSJ)
ον, A fighting in the first rank, Ath.4.154e, cf. AP5.70 (pr. n. with pun, Pall.).
German (Pape)
[Seite 805] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόμᾰχος: -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή, ο πρόμαχος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πρωτόμαχος
Αθηναίος που εκλέχθηκε στρατηγός μαζί με τον Κόνωνα μετά την καθαίρεση του Αλκιβιάδη το 407 π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- -μαχος (< μάχομαι)].
Russian (Dvoretsky)
πρωτόμᾰχος: сражающийся в первых рядах Anth.