πρωτόμαχος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
πρωτόμαχον, fighting in the first rank, Ath.4.154e, cf. AP5.70 (pr. n. with pun, Pall.).
German (Pape)
[Seite 805] zuerst od. in der vordersten Reihe kämpfend, s. Ath. IV, 154 c; Inscr.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόμᾰχος: сражающийся в первых рядах Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόμᾰχος: -ον, ὁ ἐν τῇ πρώτῃ τάξει μαχόμενος, Ἀθήν. 154Ε, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 71.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή, ο πρόμαχος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πρωτόμαχος
Αθηναίος που εκλέχθηκε στρατηγός μαζί με τον Κόνωνα μετά την καθαίρεση του Αλκιβιάδη το 407 π. Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- -μαχος (< μάχομαι)].