πολύϊππος
English (LSJ)
ον, A rich in horses, Il.13.171, D.P.308, Tryph.171.
German (Pape)
[Seite 663] viele Pferde habend; Il. 13, 171; Schol. Aesch. Pers. 799.
Greek (Liddell-Scott)
πολύϊππος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἵππους, Ἰλ. Ν. 171, Διον. Π. 308.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].
Greek Monotonic
πολύϊππος: -ον, πλούσιος σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πολύϊππος: обладающий множеством коней (Μέντορος υἱός Hom.).