πολύϊππος

Revision as of 13:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A rich in horses, Il.13.171, D.P.308, Tryph.171.

German (Pape)

[Seite 663] viele Pferde habend; Il. 13, 171; Schol. Aesch. Pers. 799.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊππος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἵππους, Ἰλ. Ν. 171, Διον. Π. 308.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevaux nombreux.
Étymologie: πολύς, ἵππος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].

Greek Monotonic

πολύϊππος: -ον, πλούσιος σε άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύϊππος: обладающий множеством коней (Μέντορος υἱός Hom.).