συνεπιστέλλω

Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.

French (Bailly abrégé)

mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.

Greek Monolingual

Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιστέλλω: вместе посылать Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap).

Middle Liddell

to send with or together, Luc.