ἐπιστέλλω
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
A send to, γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον Hdt. 3.40; τοῖσι Ἕλλησι Id.7.239; ἡδίω . . ἂν εἶχον ὑμῖν . . ἐπιστέλλειν Th. 7.14; ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι D.4.37, cf. Pl.Ep.363b; send a message, τάδε E.IT770; esp. by letter, write word, τοιαῦτα Lys.20.27; περί τινος ὡς ἀδικοῦντος Th.8.38; ἐπιστέλλω ὅτι . . ib.50,99; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ τῆς Σάμου the news received from Samos, ib.50; τὰ ὑπό τινος ἐπεσταλμένα Plu.Art.21.
2. enjoin, command, τισί τι Th.5.37; τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε X.Cyr.2.4.32; τινὶ περί τινος ib.4.5.34: c.inf., ἐ. τινὶ ἀπίστασθαι Hdt.6.3; τινὶ ἐκμαθεῖν E.Ph.863; ὁ Κῦρος αὐτῷ ἐπέστελλε πρὸς Πέρσας λέγειν X.Cyr.4.5.26; also ἐπιστέλλω τινὰ ποιεῖν τι S.OT106, X.Cyr.5.5.1: without any case, give orders to do, A. Eu.205, Th.8.72, etc.; give orders in writing, Thphr. Char.24.13:—Pass., ἔφη οὐδέν οἱ ἐπεστάλθαι ἄλλο ἢ ἀπαλλάσσεσθαι he had received orders to... Hdt.4.131; καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται Id.6.97; αἷς ἐπέσταλται τέλος to whom the office has been committed, A.Ag. 908, cf. Eu.743; τἀπεσταλμένα Id.Ch.779; κατὰ τὰ ἐ. ὑπὸ Δημοσθένους Th.4.8; ἀξιῶ ἐπισταλῆναί τισι c.inf., PRyl.121.13 (ii A.D.): with personal construction, ταῦτα ἐπεσταλμένοι having received these instructions, Th.5.37: in later writers, usually of orders given in writing, Act.Ap.15.20, 21.25, SIG837.14 (ii A.D.), etc.; of orders for payment, POxy.1304 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 983] 1) zuschicken, hinschicken, ἐπιστολάς, γράμματα, Sp.; – durch Briefe od. Boten melden, an Einen schreiben, od. ihm sagen lassen, berichten, τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι Her. 7, 239; ἐπιστέλλει περὶ αὐτοῦ ἐς Λακεδαίμονα ὡς ἀδικοῦντος Thuc. 8, 38; κρύφα ἐπιστείλας ὅτι ibd. 50; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου 8, 50; Plat. Epist. u. Sp., bes. Hdn. oft; τὰ ἐπεσταλμένα, den Brief, Plat. ep. VII, 337 d; Plut. Art. 21; Hdn. 7, 6, 9. – 2) auftragen, befehlen, Aesch. Eum. 196; αἷς ἐπέσταλται τέλος Ag. 882; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα Ch. 768; τοὺς αὐτοέντας χειρὶ τιμωρεῖν Soph. O. R. 106, ἐπέστειλεν φράσαι Ar. Nubb. 608; in Prosa, Her. 6, 3, καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται 6, 97, ἐπιστείλαντες τὰ πρέποντα εἰπεῖν ἀπέπεμψαν Thuc. 8, 72, ἀπήγγειλαν τὰ ἐπεσταλμένα 3, 4, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπὸ Δημοσθένους nach dem Vefehle des Dem., 4, 8; ἐπεστάλκει Ἀδουσίῳ συμμίξαντα ἄγειν Xen. Cyr. 7, 4, 41, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπ ὸ τοῦ βασιλικοῦ λόγου Plat. Soph. 235 b; Folgde. – Bei Christod. ecphr. 140 ist φᾶρος ἐπιστείλασα = ὑποστείλασα, aufschürzen, oder darüberziehen.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ἐπέσταλμαι;
1 envoyer, particul. envoyer une lettre ou un message : ἐπιστέλλειν ἐπιστολάς τινι DÉM envoyer des lettres à qqn ; abs. envoyer un message, mander ; particul. mander par écrit : τι πρός τινα qch à qqn ; ἐπ. περί τινος ὡς ἀδικοῦντος THC mander au sujet de qqn qu'il est coupable d'un méfait ; ἐπ. ὅτι mander que ; τὰ ἐπεσταλμένα PLUT lettres, messages;
2 commander, ordonner : τινί τι, τινά τι qch à qqn ; τινι περί τινος ordonner qch à qqn au sujet de qch ; avec l'inf. ordonner de ; Pass. ἐπέσταλτό οἱ avec l'inf. il lui avait été ordonné de ; καί μοι ἐκ βασιλέως ὧδε ἐπέσταλται HDT et ce sont là les ordres que j'ai reçus du roi ; τὰ ἐπεσταλμένα ὑπό τινος THC les ordres données par qqn ; abs. τὰ ἐπεσταλμένα ESCHL les ordres.
Étymologie: ἐπί, στέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστέλλω:
1 посылать, отправлять (ἐπιστολάς τινι Dem.);
2 уведомлять, сообщать (τι πρός τινα Xen., Plut.): τὰ ἐπισταλέντα Thuc. вести, известия; τὰ ἐπεσταλμένα Plut. послания, письма;
3 предписывать, предлагать, велеть, поручать (τινί τι Her., Dem. и περί τινος Xen.): οὐδὲν ἔφη οἱ ἐπεστάλθαι ἄλλο ἢ ἀπαλλάσσεσθαι Her. он сказал, что ему приказано лишь вернуться; τὰ ἐπεσταλμένα Thuc., Dem. приказания, распоряжения;
4 подбирать, закидывать (φᾶρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστέλλω: μέλλ. -στελῶ, στέλλω πρός τινα, γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον Ἡρόδ. 3. 40, πρβλ. 7. 239· γράφω, ἀγγέλλω δι’ ἐπιστολῆς, ἡδίω... ἂν εἶχον ὑμῖν... ἐπιστέλλειν Θουκ. 7. 14· ὁ δὲ Κῦρος αὐτῷ ἐπέστελλε πρὸς μὲν Πέρσας λέγειν κτλ., Ξεν. Κύρ. 4. 5, 26· ἐπ. ἐπιστολάς τινι Δημ. 51. 2, Πλάτ. Ἐπιστ. 363Β: ― ἀπολ., στέλλω ἀγγελίαν. Εὐρ. Ι. Τ. 770· ἰδίως δι’ ἐπιστολῆς, γράφω, παραγγέλλω, Λυσ. 160. 27· περί τινος ὡς ἀδικοῦντος Θουκ. 8. 38· ἐπ. ὅτι... αὐτόθι 50, 99· τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου, αἱ εἰδήσεις αἱ ἀποσταλεῖσαι ἐκ Σάμου, αὐτόθι 50· τὰ ἐπεσταλμένα, ἐπιστολαί, Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, κλ.· πρβλ. ἐπιστολή. 2) παραγγέλλω, διατάττω, τινί τι Θουκ. 5. 37· τινά τι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 32· τινὶ περί τινος αὐτόθι 4. 5. 34, Πλάτ.· μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὶ ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 6. 3· τινὶ ἐκμαθεῖν Εὐρ. Φοίν. 863· ὡσαύτως, ἐπ. τινὰ ποιεῖν τι Σοφ. Ο. Τ. 106, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 1· καὶ ἄνευ πτώσεως, δίδω διαταγὰς ὅπως πράξῃ τίς τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 205, Θουκ. 8. 72, κλ.· ― οὕτως, ἐν τῷ Παθ., ἐπέσταλτό οἱ..., μετ’ ἀπαρ., διετάχθη να..., Ἡρόδ. 4. 131· καί μοι ἐκ βασιλέως ὧδε ἐπέσταλται ὁ αὐτ. 6. 97· αἷς ἐπέσταλται τέλος, εἰς ἃς ἀνετέθη ἡ ἐπιμέλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 908, πρβλ. Εὐμ. 743· τὰ ἐπεσταλμένα, αἱ δοθεῖσαι διαταγαί, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 779· κατὰ τὰ ἐπ. ὑπὸ Δημοσθένους Θουκ. 4. 8. 3) διατάττω διὰ διαθήκης, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, πρβλ. Valck. Εὐρ. Ἱππ. 858. ΙΙ. σύρω τι ὑπεράνω, φᾶρος ἐπιστείλασα κατωμαδὸν Χριστοδ. Ἔκφρ. 140· πρβλ. συστέλλω.
English (Strong)
from ἐπί and στέλλω; to enjoin (by writing), i.e. (genitive case) to communicate by letter (for any purpose): write (a letter, unto).
English (Thayer)
1st aorist ἐπέστειλα; properly, to send to one a message, command (Herodotus and following); ἐπιστολάς, to send by letter, write a letter, Plato, epistles, p. 363b., hence, simply to write a letter (cf. Winer's Grammar, § 3,1b.): τίνι, Clement of Rome, 1 Corinthians 7,1 [ET]; 47,3 [ET]; 62,1 [ET]; and often in Greek writings); to enjoin by letter, to write instructions: R G T Tr marginal reading WH marginal reading; followed by τοῦ with an infinitive expressing purpose (cf. Winer's Grammar, 326 (306); Buttmann, 270 (232)): Acts 15:20.
Greek Monolingual
ἐπιστέλλω (AM) στέλλω
1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ.
β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι»)
2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῖσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.)
3. διατάζω, παραγγέλνω («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε», Ξεν.)
4. δίνω διαταγές να κάνουν κάτι («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αφήνω παραγγελία στη διαθήκη μου
2. τραβώ και απλώνω ένδυμα εξωτερικό, πάνω από άλλο.
Greek Monotonic
ἐπιστέλλω: μέλ. -στελῶ,
1. στέλνω προς, στέλνω μήνυμα, διαβιβάζω ως μήνυμα, παραγγελία, δίνω άγγελμα ή στέλνω παραγγελία με επιστολή, σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., στέλνω αγγελία, γράφω, παραγγέλλω, σε Ευρ., Θουκ.
2. παραγγέλλω, διατάζω, τινί τι, στον ίδ.· τινά τι, σε Ξεν.· επίσης, ἐπ. τινὶ ή τινὰ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Ξεν.· ομοίως, στην Παθ., ἐπέσταλτό οἱ..., με απαρ., έλαβε διαταγές, διετάχθη να κάνει, σε Ηρόδ.· ἐπέσταλταί τί τινι, ένα ζήτημα έχει ανατεθεί σε κάποιον, σε Αισχύλ.· τὰ ἐπεσταλμένα, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.
3. παραγγέλλω με διαθήκη, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -στελῶ
1. to send to, send as a message or letter, Hdt., Attic:—absol. to send a message, write word, Eur., Thuc.
2. to enjoin, command, τινί τι Thuc.; τινά τι Xen.; also, ἐπ. τινὶ or τινὰ ποιεῖν τι Soph., Xen.:—so, in Pass., ἐπέσταλτό οἱ . . c. inf., he had received orders to do, Hdt.; ἐπέσταλται τί τινι a matter has been committed to one, Aesch.; τὰ ἐπεσταλμένα orders given, Aesch.
3. to order by will, Xen.
Chinese
原文音譯:™pistšllw 誒披-士帖羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在上-安放 相當於: (שָׁלַח)
字義溯源:函告,寫信,寫;由(ἐπί)*=在⋯上)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
同源字:1) (ἐπιστέλλω)函告 2) (ἐπιστολή)書信 3) (στέλλω)指使
出現次數:總共(3);徒(2);來(1)
譯字彙編:
1) 我⋯寫(1) 來13:22;
2) 已經寫信(1) 徒21:25;
3) 寫信(1) 徒15:20
Lexicon Thucydideum
mandare, to commit, entrust, 1.57.6, 2.6.3 [ubi nonnulli codd. where several manuscripts ἀπέστελλον]. 5.37.3, 5.46.3, 8.72.2, 8.90.2.
speciatim per litteras, specifically by letter 7.14.4. 8.38.4, 8.50.2. 8.99.1,
PASS. 1.91.4, 3.4.1, 4.8.4, 5.37.1, 8.50.3.