χαλκόστομος

Revision as of 14:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with mouth of bronze, χ. κώδων Τυρσηνική, i.e. a trumpet, S.Aj.17. II with edge or point of bronze, ἔμβολοι A.Pers.415, Aristid.Or.25(43).4; μέτρον POxy.101.40 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1332] mit ehernem od. kupfernem Munde, eherner oder kupferner Mündung; ἐμβολαί, von den Schiffsschnäbeln, Aesch. Pers. 407; κώδων, von den Trompeten, Soph. Ai. 17.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόστομος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν στόμα, χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς (δηλ. σάλπιγγος) Σοφ. Αἴ. 17. ΙΙ. ὁ ἔχων αἰχμὴν ἐκ χαλκοῦ, ἐμβόλοις χαλκοστόμοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à bec d’aigle (éperon de navire);
2 à ouverture ou à la bouche d’airain (trompette).
Étymologie: χαλκός, στόμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χάλκινο στόμιο («χαλκοστόμου κώδωνος», Σοφ.)
2. αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. θρασύ-στομος, στενό-στομος].

Greek Monotonic

χαλκόστομος: -ον (στόμα
I. αυτός που έχει χάλκινο στόμα, χαλκόστομος κώδων Τυρσηνική, δηλ. σάλπιγγα, σε Σοφ.
II. με άκρη ή αιχμή από χαλκό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόστομος: медноустый (κώδων Τυρσηνική Soph.; ἐμβολαὶ ναῶν Aesch.).

Middle Liddell

χαλκό-στομος, ον, στόμα
I. with brasen mouth, χ. κώδων Τυρσηνική, i. e. a trumpet, Soph.
II. with edge or point of brass, Aesch.