ἀκαταγώνιστος
English (LSJ)
ον, A unconquerable, D.S.17.26, Olymp. Hist.p.451 D., Procl. in Cra. p.112P.; epithet of the Stoic sage, Stoic.1.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταγώνιστος: -ον, ἀκατανίκητος, Διόδ. 17. 26.
Spanish (DGE)
-ον
invencible πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53
•invencible, inexpugnable φυλακτήρια Procop.Aed.1.3.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταγώνιστος, -ον) καταγωνίζομαι
ακατάβλητος, αήττητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατᾰγώνιστος: непобедимый (πολέμιοι Diod.).