χρυσόλογχος

Revision as of 14:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with spear of gold, Παλλάς E.Ion9, cf. Ar.Th.318 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόλογχος: -ον, ὁ ἔχων λόγχην χρυσῆν, Παλλὰς Εὐρ. Ἴων 9, Ἀριστοφ. Θεσμ.. 318· - οἱ χρυσόλογχοι, τὸ χρυσοῦν τάγμα, στρατιωτικὸν σῶμα, Γεώργ. Κεδρ. 727. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la lance d’or.
Étymologie: χρυσός, λόγχη.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.)
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι
στρατιωτικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λογχος (< λόγχη), πρβλ. πλατύ-λογχος].

Greek Monotonic

χρῡσόλογχος: -ον (λόγχη), αυτός που έχει χρυσή λόγχη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόλογχος: вооруженный золотым копьем (Παλλάς Eur., Arph.).

Middle Liddell

χρῡσό-λογχος, ον, λόγχη
with spear of gold, Eur.

English (Woodhouse)

with golden spear