Παλλάς
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
Παλλάδος, ἡ, Pallas, epithet of Athena,
A Παλλὰς Ἀθηναίη Il. 1.200, etc.; later used alone, = Ἀθήνη, B.5.92, Hdt.5.77, IG12.573, etc.
2 coin bearing the head of Pallas, Eub.6 (pl.).
II maiden-priestess, Str.17.1.46, Eust.1742.37.
III Pythagorean name for five, Theol.Ar. 32. (Commonly deriv. from πάλλω, either as Brandisher of the spear, or παρὰ τὸ ἀναπεπάλθαι ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διός, etc., Pl.Cra.407a, EM 649.52, cf. Eust.84.43, but prob. orig. virgin, maiden, cf. πάλλας and v. παλλακή fin., πάλλαξ.)
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
Pallas, surnom d'Athéna ; Παλλὰς Ἀθήνη ou Ἀθηναίη Pallas Athènè ; Παλλάδος ἄστυ ou πόλις la ville de Pallas (Athènes) ; Παλλάδος ἀκταί, γῆ, etc., le rivage, la terre de Pallas (l'Attique) ; Παλλάδος ἀστοί ou λεώς le peuple de Pallas (les Athéniens).
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Παλλάς: άδος (ᾰδ) ἡ [предполож. πάλλω Паллада (прозвище богини Афины: Π. Ἀθήνη или Π. Ἀθηναίη Hom.): Παλλάδος ἄστυ или πόλις Trag. град Паллады, т. е. Афины; Παλλάδος ἀκταί или γῆ Trag. край Паллады, т. е. Аттика; Παλλάδος ἀστοί или λεώς Trag. народ Паллады, т. е. афиняне.
Greek (Liddell-Scott)
Παλλάς: -άδος, ἡ, ἐπίθ. τῆς Ἀθηνᾶς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε Παλλὰς Ἀθήνη ἢ Παλλὰς Ἀθηναίη· ἀλλὰ μετὰ Πίνδ. ἐν χρήσει καὶ μόνον ὡς ὄνομα κύριον = Ἀθήνη. 2) νόμισμα φέρον τὴν κεφαλὴν τῆς Παλλάδος, Εὔβουλος ἐν «Αγχίσῃ» 2. ΙΙ. παρθένος ἱέρεια, Στράβ. 816, Εὐστ. 1472, 37. (Συνήθως, ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλλω, εἴτε ὡς πάλλουσα τὸ δόρυ εἴτε παρὰ τὸ ἀναπεπάλθαι ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διὸς Ἐτυμολ. Μέγ. 649. 52, Εὐστ. 84, ἐν τέλ., πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 406D· - ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι λέξις ἀρχαία σημαίνουσα παρθένον κοράσιον, κόρην, ἴδε κατωτ.· οὕτω πάλλας, αντος, ὁ, μνημονεύεται ὡς = ὁ νέος· πάλλαξ, ᾰκος, ὁ, ὡς = ἀντίπαις. μελλέφηβος· παλλακός, παλλάκιον ὡς = μειράκιον (Ἡσύχ., καὶ παλλακίς, παλλακή ὡς = νεᾶνις, ἴδε Εὐστ. 84. 42., 763, 20., 1419. 50. 1742. 37, Ἀμμών., κτλ.). Ὁ Pusey, Dan. Append. G, παραβάλλει τὸ Ἑβρ. pillegesh, ἀλλὰ νομίζει ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ λέξις εἶναι ἡ πρωτότυπος εἰσαχθεῖσα εἰς τὴν Ἀσίαν διὰ Φοινίκων δουλεμπόρων).
English (Autenrieth)
άδος: Pallas Athena, an epithet explained by the ancients as from πάλλω, i. e. she who ‘brandishes,’ the spear and the aegis.
English (Slater)
Παλλᾰς (-άς, -άδος, -άδα.) title of Athene. φιλεῖ δέ μιν (= Σεμέλαν)
1 Παλλάς (O. 2.26) ὦ πολιάοχε Παλλάς in Kamarina (O. 5.10) οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ (O. 13.66) πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον (in Athens Σ, in Cyrene edd.) (P. 9.98) τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (P. 12.7) ἐνέθηκε δὲ Παλλὰς αμ[ (Pae. 8.82) ]Παλλάδα[ Πα. 13. a. 5. ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Δ. 2. 17.
Greek Monolingual
και Παλλάδα, η (Α Παλλάς, -άδος)
παρθένος, νεανίδα, λατρευτικό επίθετο της θεάς Αθηνάς
νεοελλ.
ο δεύτερος σε μέγεθος αστεροειδής και ο δεύτερος κατά σειράν ανακαλύψεώς του
αρχ.
(ως προσηγορικό) α) νόμισμα που έφερε χαραγμένη την κεφαλή της Αθηνάς
β) παρθένος ιέρεια («τῷ Διί... παρθένος ἱερᾱται, ἅς καλοῦσιν oἱ Ἕλληνες παλλάδας», Στράβ.)
γ) (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. παλλ- τών παλλακή / πάλλαξ + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. δρυάς)].
Greek Monotonic
Παλλάς: -άδος, ἡ, Παλλάδα· στον Όμηρ. πάντα Παλλὰς Ἀθήνη ή Παλλὰς Ἀθηναίη (συνήθως ετυμολογείται από το πάλλω, δηλαδή ως η Πάλλουσα το δόρυ· αλλά πιθ. είναι αρχ. λέξη παλλάς = νεᾶνις).
Middle Liddell
Παλλάς, άδος,
Pallas, in Hom. always Παλλὰς Ἀθήνη or Παλλὰς Ἀθηναίη. [Commonly deriv. from πάλλω, either as brandisher of the spear:—but prob. it is an old word παλλάς = νεᾶνις.]