χρυσούατος

Revision as of 14:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A with ears or handles of gold, τρίπους Hom.Fr.17.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenen Ohren, Henkeln, Hom. frg. 8, 68.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς ἐκ χρυσοῦ, Ὁμήρου Ἀποσπ. 68.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σκεύος) αυτός που έχει χρυσές λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. μον-ούατος].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσούᾰτος: с золотыми ушками (ручками) Hom.